- φουχτίζω
- φούχτισα, και χουφτίζω χούφτισα, μτβ., φουχτώνω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουχτίζω — φουκτίζω, ΝΜ βλ. χουφτίζω … Dictionary of Greek
χουφτίζω — φουκτίζω, ΝΜ, και φουχτίζω Ν χουφτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χούφτα] … Dictionary of Greek
χούφτα — η / φοῡκτα, ΝΜ, και φούχτα και φούκτα Ν η παλάμη τού χεριού μισόκλειστη, το κοίλο τού χεριού νεοελλ. 1. η ποσότητα που χωράει στην παλάμη τού χεριού («μια χούφτα ρύζι») 2. πολύ μικρός αριθμός («μια χούφτα άνθρωποι») 3. λαβή, ιδίως σπαθιού («και… … Dictionary of Greek
φουχτιάζω — φούχτιασα, χούφτιασα, και χουφτιάζω μτβ., φουχτίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουφτιάζω — και φουχτιάζω και χουφτίζω και φουχτίζω αρπάζω με τη χούφτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)